- τορνάρω
- τορνάρισα, τορναρίστηκα, τορναρισμένος, τορνεύω (βλ. λ.).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
τορνάρω — Ν [τόρνος] τορνεύω … Dictionary of Greek
τορνάρισμα — το, Ν [τορνάρω] η τόρνευση … Dictionary of Greek
τορνεύω — ΝΜΑ [τόρνος] 1. κατεργάζομαι μέταλλο, ξύλο ή άλλο υλικό με τόρνο, τορνάρω 2. μτφ. επεξεργάζομαι περίτεχνα τον λόγο, γραπτό ή προφορικό (α. «τορνευμένες φράσεις» β. «ἵνα τὴν γλῶσσαν τορνεύσαντες λόγον διὰ χειλέων ἐκπέμψωσι», Ιωάνν. Χρυσ.) αρχ. 1.… … Dictionary of Greek
τορνεύω — και τορνάρω τόρνεψα, τορνεύτηκα, τορνεμένος 1. επεξεργάζομαι με τόρνο ξύλα, μέταλλα κτλ. 2. μτφ., (για λόγο) επεξεργάζομαι περίτεχνα: Τορνεμένο ύφος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)